Με την ευκαιρία της δημοσίευσης της τελευταίας μελέτης του ΕΣΔΑΚ για το θέμα της διαχείρισης των απορριμμάτων, κάποιοι έσπευσαν να μιλήσουν για «απενοχοποίηση» της αποτέφρωσης ως μεθόδου διαχείρισης. Παράλληλα, επιχειρείται η αντικατάσταση του όρου «αποτέφρωση» από αυτόν της «θερμικής επεξεργασίας» και, τελικά, η εξίσωση του τελευταίου με αυτόν της «ενεργειακής αξιοποίησης». Η αλήθεια είναι ότι μέσα από αυτή τη ρητορική κάποιοι επιχειρούν να θολώσουν τα νερά προκειμένου να επιτύχουν την εφαρμογή μιας τεχνολογίας ξεπερασμένης και επιβλαβούς, τόσο για το περιβάλλον όσο και για την τοπική οικονομία.
Όπως προκύπτει και από τη συγκεκριμένη μελέτη, η μόνη πρακτικά εφαρμόσιμη τεχνολογία «θερμικής επεξεργασίας» είναι η αποτέφρωση. Οι άλλες δυο (πυρόλυση και αεριοποίηση) είναι πρακτικά ανεφάρμοστες. Εκτός αυτού, «ενεργειακή αξιοποίηση» μπορεί να επιτευχθεί και με άλλους τρόπους, όπως η αναερόβια βιολογική επεξεργασία, ενώ και άλλες εναλλακτικές μορφές διαχείρισης μπορούν να αποδειχθούν ενεργειακά συμφέρουσες καθώς περιορίζουν τη σπατάλη ενέργειας. Προφανώς, επειδή οι λέξεις «καύση» και «αποτέφρωση» προκαλούν αρνητικές αντιδράσεις, προτιμάται ο πιο light όρος «θερμική επεξεργασία». Είναι όμως ξεκάθαρο πως πρόκειται για το ίδιο πράγμα. Η ταύτιση δε της ενεργειακής αξιοποίησης – που ηχεί όμορφα – με την καύση είναι εντελώς παραπλανητική.
Η αποτέφρωση των απορριμμάτων παράγει – αναγκαστικά – διοξίνες. Οι ουσίες αυτές είναι ιδιαίτερα τοξικές για τους ζωντανούς οργανισμούς, ακόμα και σε μικρές ποσότητες και η διαχείρισή τους παρουσιάζει ιδιαίτερες δυσκολίες και κινδύνους. Ακόμα και στην «προηγμένη» Δυτική Ευρώπη ξεσπούν κάθε τόσο διατροφικά σκάνδαλα με διοξίνες που ανιχνεύονται σε κατά τόπους παραγόμενα προϊόντα, ιδιαίτερα κρέας και γαλακτοκομικά. Αυτό σημαίνει επιπτώσεις στην υγεία των κατοίκων και των καταναλωτών αλλά και σοβαρό οικονομικό πλήγμα στην τοπική οικονομία, καθώς τα προϊόντα αναγκαστικά αποσύρονται από την αγορά και μακροπρόθεσμα αντιμετωπίζονται με μεγάλη επιφυλακτικότητα από τους καταναλωτές. Τα στερεά υπολείμματα της καύσης είναι επίσης επικίνδυνα, με μεγάλη περιεκτικότητα σε βαριά μέταλλα, και η διαχείρισή τους είναι τουλάχιστον προβληματική.
Αναρωτιόμαστε για τη σκοπιμότητα του περιφερειακού σχεδιασμού ο οποίος προβλέπει κεντρική διαχείριση για τρεις νομούς (Ρέθυμνο-Ηράκλειο-Λασίθι) σε ένα εργοστάσιο γιγαντιαίων διαστάσεων. Ποιος άραγε θα ωφεληθεί από μια τέτοια επένδυση εκτός ίσως από μεγάλες κοινοπραξίες που ήδη δραστηριοποιούνται στη χώρα μας προωθώντας ακριβώς την ίδια μεθοδολογία (θερμική επεξεργασία + ενεργειακή αξιοποίηση); Η αλήθεια είναι ότι δημιουργία ενός εργοστασίου αποτέφρωσης θα σημάνει μεγάλη οικονομική επιβάρυνση των πολιτών. Σύμφωνα με το σχεδιασμό της Ε.Ε., μέχρι το 2011 θα πρέπει να επιτευχθεί ο στόχος της ανακύκλωσης τουλάχιστον του 60% υλικών συσκευασίας (κυρίως χαρτί και πλαστικό). Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι τα εργοστάσια αποτέφρωσης θα στερηθούν την κύρια πηγή καύσιμης ύλης τους και τα απορρίμματα που θα απομένουν θα καίγονται δυσκολότερα καθώς θα έχουν αυξημένο ποσοστό υγρασίας. Το –ήδη υψηλό– κόστος λειτουργίας των εργοστασίων αποτέφρωσης θα καταστήσει τη λειτουργία τους οικονομικά ασύμφορη. Τη ζημιά τότε θα κληθούν να πληρώσουν οι πολίτες, μέσα από μεγάλες αυξήσεις των δημοτικών τελών και όχι οι ιδιώτες-επενδυτές του εργοστασίου, που θα εξακολουθήσουν να πλουτίζουν ρυπαίνοντας το περιβάλλον. Όσοι μιλάνε για νέες θέσεις εργασίας, νομίζουν πως έχουν απέναντί τους ιθαγενείς που θα ξεγελάσουν με καθρεφτάκια. Στα εργοστάσια καύσης αντιστοιχεί ένας εργαζόμενος για κάθε 10.000 τόνους απορριμμάτων το χρόνο. Αν λοιπόν μιλάμε για 300.000 τόνους, έχουμε 30 εργαζόμενους συνολικά για τους τρεις νομούς της Κρήτης που αφορά η σχεδιαζόμενη κεντρική διαχείριση. Φαίνεται λοιπόν ότι από μια ενδεχόμενη εφαρμογή της αποτέφρωσης οι πολίτες έχουν πολλά να χάσουν, τόσο σε επίπεδο υποβάθμισης του περιβάλλοντος, όσο και άμεσα οικονομικά. Αντίθετα οι «επενδυτές» έχουν πολλά να κερδίσουν.
Τόσο τα περιβαλλοντικά, όσο και τα οικονομικά δεδομένα, οδηγούν στη σταδιακή εγκατάλειψη της αποτέφρωσης ως τρόπου διαχείρισης απορριμμάτων –εκτός από ειδικές περιπτώσεις όπως τα νοσοκομειακά απόβλητα– στην Ευρώπη και τις ΗΠΑ. Η μόνη προοπτική , σύμφωνα με τη διεθνή επιστημονική κοινότητα και το οικολογικό κίνημα, είναι μια άλλου τύπου διαχείριση των απορριμμάτων που θα στηρίζεται στο συνδυασμό μείωσης τους, διαλογής στην πηγή, ανάκτησης και ανακύκλωσης χρήσιμων υλικών, βιολογικής επεξεργασίας - κομποστοποίησης του οργανικού κλάσματος και εναλλακτικής διαχείρισης των ειδικών απορριμμάτων, έτσι ώστε το τελικό υπόλειμμα να είναι μειωμένου όγκου, αδρανές και να μπορεί να διατεθεί χωρίς προβλήματα ΧΥΤΥ( Χώρο Υγειονομικής Ταφής Υπολειμμάτων).
Στις δράσεις αυτές βεβαίως είναι αναγκαία η ενεργή εμπλοκή των πολιτών και θα πρέπει οι δήμοι και η νομαρχία να οργανώσουν μια συστηματική και με βάθος χρόνου ενημέρωση των πολιτών προς αυτή την κατεύθυνση, με το κύριο βάρος να πέφτει στα σχολεία και τα νοικοκυριά.
Ο ΣΥΡΙΖΑ Ρεθύμνου:
* Είναι αντίθετος στη δημιουργία οποιουδήποτε εργοστασίου καύσης απορριμμάτων, ανεξάρτητα από τη χωροθέτηση του.
* Καλεί τους πολίτες του νομού Ρεθύμνου να αντισταθούν στην εφαρμογή μιας τέτοιας λύσης.
* Θεωρεί ότι υπάρχει σοβαρή πολιτική ευθύνη των τοπικών παραγόντων για τη συνεχή μετάθεση –και άρα για τη διαιώνιση- του προβλήματος στον περιφερειακό σχεδιασμό.
* Αμφισβητεί τη δυνατότητα και την ορθότητα της κεντρικής διαχείρισης σε επίπεδο Κρήτης.
* Πιστεύει ότι μπορούμε να προχωρήσουμε τώρα (πριν μετατραπεί ο ΧΥΤΑ Αμαρίου σε νέο Μαρουλά) σε μια διαχείριση σε νομαρχιακό επίπεδο με υιοθέτηση εναλλακτικών λύσεων, όπως αυτές που περιγράψαμε, διεκδικώντας στη συνέχεια τη χρηματοδότηση τους από κοινοτικούς ή εθνικούς πόρους και όχι μέσω ΣΔΙΤ.
* Καλεί τα υπόλοιπα κόμματα και μαζικούς φορείς να πάρουν θέση άμεσα απέναντι σε ένα θέμα που είναι σημαντικό για το σήμερα αλλά και για το μέλλον του τόπου.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου