Τετάρτη 21 Ιανουαρίου 2009

Το λάθος τηλεφώνημα ενός φονιά (ή μήπως είναι το σωστό;)

Το λάθος τηλεφώνημα ενός φονία [διήγημα(;) στο Ριζοσπάστη]

Ακου με προσεχτικά φίλε, χωρίς να με διακόψεις.

Ξέρω πως έχεις βοηθήσει πολλούς ανώνυμους ν' ακουστεί η φωνή τους, γι' αυτό σε παίρνω κι εγώ.

Ελπίζω να φερθείς και σε μένα όπως στους άλλους.

Λοιπόν, ναι του την άναψα!

Και δεν το μετανιώνω, να το ξέρεις, μόνο που άλλον νόμιζα ότι βαρούσα, αν και καλά να πάθει το κωλόπαιδο, το πλουσιόπαιδο που γύρευε να κάνει πλάκα σε μας, που μας έβριζε κωλόμπατσους και τα τέτοια...

Κι όλοι εσείς που ουρλιάζετε τώρα στα κανάλια και μυξοκλαίτε, δεν ξέρετε τίποτα ή ξέρετε και κάνετε τον παλαβό. Λένε λοιπόν κάποιοι από σας πως έπρεπε να πάω σε ψυχίατρο αφού ήμουνα λέει με σπασμένα νεύρα, ή να φύγω από την Αστυνομία και να μην κρατάω όπλο και άλλα τέτοια... Τόσα ξέρουν οι κοπρίτες, οι καναλάκηδες και όλοι οι βολεμένοι. Μόνο εκείνη η καριόλα η Λιάνα σα να μου φάνηκε πως το πλησίασε το θέμα, λέγοντας πως μ' έχουνε καρφωμένο δέκα χρόνια στα Εξάρχεια! Εχει τις πληροφορίες της αυτή, όπως όλοι στο σινάφι σας, μόνο που τις χρησιμοποιείτε όπως και όταν σας βολεύει...

Νομίζω λοιπόν πως ακούω τους αραχτούς όλους στους καναπέδες να λένε, «δηλαδή δεν πρέπει όλοι να περνούν από ψυχίατρο;» και άλλες τέτοιες μαλακίες. Οπως ας πούμε, περνάνε από ψυχίατρο οι γιατροί, οι δικαστές και τόσοι άλλοι που σε σφάζουν ή σε ξεφτιλίζουν όταν σε πετυχαίνουν στο «γήπεδό» τους, τα νοσοκομεία και τα δικαστήρια δηλαδή. Δηλαδή, πόσοι σε υπεύθυνες θέσεις περνάνε από ψυχίατρο κανονικά και μετά από κάποια διαστήματα στην υπηρεσία; Δεν μπορεί να είσαι ή να φαίνεσαι καλά και ξαφνικά κάτι να στη βαρέσει; Να σε κερατώνει η γυναίκα σου ας πούμε ή κάτι άλλο σοβαρότερο ή να σε κάψει η καθημερινή υπηρεσία, ειδικά αν δε σου δίνουν άδεια, δεν πας διακοπές γιατί πότε το ένα πότε το άλλο, η υπηρεσία θεωρεί πως πρέπει να ανακαλέσει τις άδειες και όλα τα σχετικά; Για να μη σου θυμίσω πως οι τελευταίοι που μπορούν να εξετάσουν και να κρίνουν αν είσαι ψυχικά εντάξει είναι οι ψυχίατροι, έτσι δε λένε; Και να μη σου θυμίσω πόσοι πολιτικοί αποδείχτηκε πως ήταν βαρεμένοι και σε άλλη περίπτωση θα τους είχανε δεμένους, όχι αμολητούς να κυβερνάνε τον κοσμάκη, ούτε να σου θυμίσω πόσοι στρατιωτικοί που δίνουν διαταγές στα παιδάκια είναι για τα σίδερα, άσε που... αλλά τι να πρωτοπείς...

Λοιπόν, εγώ, είν' αλήθεια πως υπηρετώ κοντά δέκα χρόνια εκεί, που λέει η έτσι. Το προσπάθησα τρεις φορές μετά τα τρία πρώτα χρόνια να την κάνω με μετάθεση, έπιασα διάφορους, παρακάλεσα αλλά τίποτα! Δεν είχα βλέπεις βύσμα, άσε που είχα και τη φωλιά μου λερωμένη από την αρχή. Υστερα τα παράτησα και κάπου μάλλον βολεύτηκα, έμαθα τη «δουλειά», έμαθα να λουφάρω και κοίταξα να στήσω κι εγώ μια οικογένεια που μέχρι τότε είχα στερηθεί. Αλλά ησυχία δεν είχαμε ποτέ. Πότε ο ένας πότε ο άλλος είμαστε οι μόνιμοι στόχοι. Οι πολιτικοί και οι διάφοροι κομπιναδόροι κάνουν τις αρπαχτές τους κι εμείς γινόμαστε σάκοι του μποξ - «γι' αυτό πληρώνεστε ρεμάλια!» φωνάζει συχνά ο διοικητής, ενώ οι υψηλά ιστάμενοι είναι πιο ευγενείς αλλά και πιο σκληροί. «Κυρίους» μας προσφωνούν αλλά στάζουνε φαρμάκι και μας στέλνουν στο στόμα του λύκου.

Ξέρεις πόσες φορές πήγαν να με κάψουν σαν λαμπάδα αυτά τα κωλόπαιδα, οι φονιάδες οι κουκούλες; Ξέρεις με τι τέχνη φτιάχνουν και πετάνε τις μολότοφ; Πάνω στη μαρκίζα τις αμολάνε κάτω από κει που καθόμαστε να προστατευτούμε, κι έρχεται η φωτιά και σε λούζει... τρεις φορές με έχουνε κάψει και τη γλίτωσα με μέτρια εγκαύματα σε όλο το σώμα. Ξέρεις εσύ που με δείχνεις με το δάχτυλο, ξέρεις πόσες φορές γύρισα στο σπίτι με τα αίματα και το δέρμα μου καμένο και με ρωτούσαν τα παιδιά μου τι έπαθα και κρυβόμουνα για να μη με δουν καμένο και κλαίγανε;

Ενα κομμάτι ψωμί έβγαζα κι εγώ, το παιδί της παραδουλεύτρας από το χωριό, με τον πατέρα χαμένο στο πιοτό, να γυρίζει στο σπίτι και να τσακίζει στα χαστούκια κι εμένα και τη μάνα μου γιατί δεν του άρεσε πότε το ένα πότε το άλλο...

Και πώς βρέθηκα στο Σώμα δε θα το αναλύσω, αν και ξέρω πως όλοι ξέρετε πάνω - κάτω με ποιο τρόπο μας χώνουν στο τσουβάλι, όπως τα φίδια που τα αμολάνε μετά - μας αμολάνε δηλαδή, γιατί να μην το ομολογήσω; - μας στέλνουνε καταπάνω στον κοσμάκη. Λεπτομέρειες δεν τολμάω να σου πως, πάντως εκείνο το βράδυ αφού με σύρανε με κλοτσιές και μπουνιές στην Ασφάλεια, με μούρη πρησμένη και αίματα να τρέχουν από τα χείλια και τη σπασμένη μύτη - όλα για μια μηχανή που είχα κλέψει από το πάρκινγκ, κάναμε απίθανες κόντρες τότε, τι άλλο να κάναμε, πεταμένοι απ' όλους, μάνα, πατέρα, χωρίς φράγκο στην τσέπη, από το σχολείο τρεις αποβολές και στο τέλος έπρεπε ν' αλλάξω σχολείο, και τι να το κάνω το σχολείο; - αφού λοιπόν με αφήσανε χωρίς φαΐ και νερό τρεις μέρες, μου είπαν: «ή δέκα χρόνια μέσα ή στην Αστυνομία και θα κάνεις ό,τι σου λέμε, γκέγκε μάγκα;». Διάλεξα τα σίγουρο ψωμί και να μας, δέκα χρόνια στη σφηκοφωλιά, στα Εξάρχεια με όλο εκείνο το αληταριό, που τους ήξερα και από τη μια και από την άλλη - και ανάμεσά τους κάμποσους παραστρατημένους. Μήπως ξέρεις φίλε τι ρόλο παίζουν πολλοί από αυτούς; Δικοί μας είναι, τι δικοί μας δηλαδή, της Ασφάλειας είναι και από κει παίρνουν οδηγίες, πότε θα την ανάψουν τη μια ή την άλλη φωτιά εδώ κι εκεί! Για πες μου εσύ που είσαι έξυπνος και σπουδαγμένος, γιατί δε χτυπάνε κανένα στόχο πλουτοκρατίας, κανέναν με γιοτ, με αυτοκίνητα ακριβά και τεράστιες περιουσίες; Γιατί χτυπάνε τον μεροκαματιάρη με το μαγαζάκι, τον περιπτερά και άλλους ανυπεράσπιστους; Δειλά πραχτοράκια της μαύρης συμφοράς είναι, πεμπτοφαλαγγίτες τους έλεγε ο μόνος σοβαρός και τίμιος άνθρωπος που γνώρισα στη ζωή μου, ένας δικηγόρος που έλεγε πως είναι με το ΚΚΕ, αλλά είναι έξω και απ' αυτό γιατί θέλει λέει να είναι ανεξάρτητος.

Λοιπόν, τον φουκαρά το μικρό τον έφαγα.

Είχα φτάσει στο αμήν, και πώς φτάνει κανείς στο αμήν δε θα στο αναλύσω, πάντως είχα μπουχτίσει. Με βρίζανε τα κωλόπαιδα, με είχαν βρίσει τουλάχιστον άλλες πενήντα φορές την ίδια μέρα, βρίζανε τη μάνα μου - «γαμώ το μ... που σε πέταγε» μου είχε φωνάξει ένα καθίκι το ίδιο απόγευμα - και είχα φτάσει ως το λαιμό - σου είπα ότι η μάνα μου ήταν παραδουλεύτρα, τίποτε άλλο δε σου λέω. Κάτι αυτές οι βρισιές, κάτι οι σπόντες του αστυνόμου την προηγουμένη «δεν κάνετε για τη δουλειά για την οποία προσληφθήκατε, και πλησιάζει η λήξη ή ανανέωση της σύμβασής σας και πρέπει να αποδείξετε πως αξίζετε το ψωμί που τρώτε...» και άλλα τέτοια.

Ξέρεις πώς είναι να έχεις το σιδερικό στη θήκη και να σε βλαστημάνε και να σου πετάνε μπουκάλια που μπορεί να είναι και μολότοφ; Οχι φίλε, δεν ξέρεις, και να μην αξιωθείς να μάθεις, στο λέω εγώ, ο γιος της πλύστρας που θέλησα να ζήσω έξω στην κοινωνία και με στολή εξουσίας και όχι στη φυλακή.

Τον σημάδεψα και πρώτη φορά το χέρι μου δεν έτρεμε. Γιατί πρώτη φορά δεν είχα πιει πριν βγω περιπολία - στο λέω κι αυτό και να μείνει μεταξύ μας: αν κρατήθηκα τόσα χρόνια και δε σκότωσα, είναι που έπινα μισό μπουκάλι ουίσκι πριν βγούμε περίπολο και έτσι ό,τι κι αν άκουγα για τη μάνα μου και το αντριλίκι μου το πέρναγα ντούκου - έχω ακούσει πως άμα μεθύσεις βγαίνει ο πραγματικός εαυτός σου κι εγώ είμαι καλό παιδί στο βάθος και όλοι στην υπηρεσία το ξέρουν και μ' αγαπάνε, αλλά και με εκμεταλλεύονται. Και δε θα σου πω τι καλοσύνες έχω κάνει εγώ στη ζωή μου, γιατί θα με περάσεις ή για παινεψιάρη ή για μαλάκα. Μέσα στο πιοτό κατάλαβα σιγά σιγά και τον πατέρα μου, που δεν ήταν κακός άνθρωπος έστω κι αν μεθώντας έβγαινε η κακή του πλευρά. Να σου πω κάτι; Αποτυχημένος σε όλα ήτανε, γι' αυτό έπινε. Οπως κι εγώ δηλαδή: Τι πέτυχα στη ζωή μου; Τίποτα! Ενας μπάτσος έγινα κι αυτό από σπόντα, όπως σου είπα, και μάλιστα χωρίς καν μόνιμη σύμβαση. Και να 'ρχονται αυτά τα κωλόπαιδα, που δεν έχουν δουλέψει στη ζωή τους, που δεν ξέρουν τι θα πει βάρδια και ξενύχτι, τι πάει να πει μεροκάματο και τι σφαλιάρα κάθε είδους από το αφεντικό και να σου ρίχνονται μετά από δώδεκα ώρες ορθοστασία στις γωνίες ή στις εισόδους τραπεζών, να 'ρχονται και να σε βρίζουν και να σου πετάνε ό,τι βρουν στο δρόμο. Και να σου πω κάτι άλλο; Πόσοι από αυτά τα κωλόπαιδα είναι εργαζόμενοι των 700 ευρώ που λένε και ξαναλένε; Να σου πω εγώ; Κανένας! 'Η κάτι πρεζόνια είναι ή κάτι τύποι από τα βόρια προάστια που βαριούνται στη σιγουριά του σπιτιού ή τα πραχτοράκια, οι πεμπτοφαλαγγίτες που λέγαμε πριν. Ποιος μεροκαματιάρης προλαβαίνει να βγει στους δρόμους, πόσοι από τους αναγκεμένους έχουν τέτοιες πολυτέλειες; Εντάξει, είμαι απόλυτος θα μου πεις, αλλά αυτό δεν αλλάζει την ουσία αυτού που λέω.

Λοιπόν, για να τελειώνω γιατί σε ζάλισα: το έκανα!

Πριν, σου έλεγα πως τον σημάδεψα και έτσι έγινε, όπως ήμουνα με το αίμα στο κεφάλι. Ομως, φίλε, πρέπει να σου πω πως δε θυμάμαι αν εκείνη τη στιγμή που πάτησα τη σκανδάλη, σημάδευα ακόμη τον πιτσιρικά ή το χέρι μου είχε κατέβει. Και μη νομίσεις πως πάω να πω ότι δεν το 'κανα, αφού ξέρω ότι εσύ δε θα με δώσεις. Απλά, δε θυμάμαι γιατί το μυαλό μου έχει σκεπαστεί από μια θολούρα και έχω χάσει εκείνες τις στιγμές τελείως. Για να μη λέω πολλά: δεν ξέρω ποια δύναμη ή ποια κούραση μου κατέβασε το χέρι - αν το κατέβασε - πάντως ό,τι έγινε, έγινε χωρίς τη θέλησή μου.

Και να στο πω; Ενα βουνό έχει πέσει πάνω μου από την επόμενη στιγμή που έφυγε η σφαίρα και είδα το κορμάκι του πιτσιρικά να διπλώνεται στις πλάκες. Οταν σκέφτομαι πως θέρισα μια ψυχούλα που δεν είχε κάνει ούτε ένα βήμα ακόμα στη ζωή, άνετο ή ζόρικο βήμα - τι σημασία έχει;

Αλλά φίλε, είχε φτάσει ένας κόμπος και μ' είχε πνίξει, αν δεν τράβαγα το πιστόλι εκείνη τη στιγμή θα είχα πεθάνει από ασφυξία. Ολο τον τελευταίο καιρό με είχε μαγκώσει ένα μούδιασμα - ξέρεις τι σημαίνει μούδιασμα; - ένα μούδιασμα που ξεκίνησε από τα πόδια και σκαρφάλωνε σιγά σιγά στο λαιμό. Δε θα το πιστέψεις φίλε, όμως με το που έφυγε η σφαίρα, μου φάνηκε πως πήρε μαζί της κι αυτόν τον βραχνά, έστω κι αν αυτό κράτησε όσο και η διαδρομή του βλήματος που άφησα να φύγει μέσα στο πάθιασμά μου. Ξέρω καλά πως θα με κυνηγάει πάντα αυτή η στιγμή αλλά πίσω δεν μπορώ να τη φέρω ούτε τη σφαίρα ούτε τη ζωούλα του πιτσιρικά. Ολοι εσείς που σήμερα φωνάζετε και χτυπιέστε τάχα, θα το προσπεράσετε γρήγορα, θα το ξεχάσετε μέχρι τις επόμενες δυο - τρεις μέρες, όπως ξεχάστηκαν τόσα και τόσα φριχτά εγκλήματα, δικά μας ή των άλλων, των επωνύμων που δεν τους αγγίζει ούτε νόμος ούτε συνείδηση. Ετσι κυλάει η ζωή, με όλες τις καθημερινές σκοτούρες, γιατί έτσι πρέπει, οι ζωντανοί με τους ζωντανούς και οι νεκροί με τους νεκρούς. Εγώ βέβαια εδώ σημαδεύτηκα και εδώ θα καρφωθώ, αλλά δε θ' αφήσω να το καταλάβει κανείς και πιστεύω πως εσύ θα κρατήσεις το μυστικό που σου εμπιστεύτηκα.

Να το ξέρεις: ό,τι και να δείξει η βαλλιστική που θα γίνει, όπως πάντα, εγώ δε θα το παραδεχτώ δημόσια πως του την άναψα και μάλιστα εν βρασμώ, που λένε, ούτε πως τον σημάδεψα κατάστηθα. Εχω τρία παιδιά να μεγαλώσω κι εγώ. Ναι, σαν εκείνο που σκότωσα, θα μου πεις, το ξέρω και τα δικά μου έχουν μόνο εμένα και τη μάνα τους, δεν έχουν σπίτι ιδιόκτητο, δεν έχουν τρία αυτοκίνητα, δεν έχουνε νταντάδες και καθηγητές στο σπίτι. Δε θα έχουν καλά καλά να φάνε άμα εγώ μπω φυλακή.

Ούτε συγγνώμη με παίρνει να ζητήσω, γιατί θα είναι σα να ομολογώ. Αλλωστε, πόσοι απ' όλους αυτούς που κακοποιούν κάθε μέρα τους ανθρώπους - και δεν είναι και λίγοι, κοίταξε στα ρετιρέ της παλιοκοινωνίας μας και θα καταλάβεις τι εννοώ - πόσοι απ' αυτούς ζήτησαν συγνώμη; Οχι, δεν οφείλω κανένα συγγνώμη σε κανέναν, κανέναν από τούτη τη βρωμοκοινωνία που ζούμε, εκτός ναι, εκτός από κείνο το παιδάκι που έστειλα στον άλλο κόσμο, αλλά όπως σου είπα, θα είναι η καταδίκη μου, άλλωστε τι θα άλλαζε αν ζητούσα συγγνώμη; Θα έφερνα πίσω τον πιτσιρικά ή θα μου το αναγνώριζαν σαν ελαφρυντικό;

Εμένα η μόνη μου ελπίδα τώρα είναι οι εγγυήσεις που μας έχουν δώσει από τότε που μπήκαμε στο Σώμα, πως ό,τι κι αν κάνουμε θα το κουκουλώσουν, αρκεί να πειθαρχούμε στις διαταγές των ανωτέρων.

Και μου το 'χουν υποσχεθεί πως κι εγώ θα πέσω στα μαλακά.

Τόσα χρόνια κάνω τον μαλάκα, μου το χρωστάνε.

Κυρίως φοβούνται, μην ανοίξω εγώ και άλλοι πολλοί το στόμα μας.

Γι' αυτό θα μου το κλείσουν απαλά και κομψά. Κρατώντας, μέχρι να περάσει η μπόρα μου, το στόμα των παιδιών μου γεμάτο. Που με τη σειρά τους, μεγαλώνοντας, θα βαδίσουν στα χνάρια μου, τη λαμπρή «σταδιοδρομία» μου.

Γιατί άλλη επιλογή δεν έχουν.

Οπως κι εσύ και τόσοι άλλοι που νομίζουν πως ποτέ δε θα τους αγγίξει η κακιά η ώρα.

Ολοι στο ίδιο καζάνι κλωθογυρνάμε βλαστημώντας την τύχη μας που δεν μπορούμε ν' αλλάξουμε.

ΕΝΑ ΑΠΙΣΤΕΥΤΟ - ΚΙ ΟΜΩΣ ΑΛΗΘΙΝΟ - ΚΕΙΜΕΝΟ ΤΟΥ «ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗ»

Το λάθος δημοσίευμα (ή μήπως είναι το σωστό;)

«Ριζοσπάστης», ένθετη έκδοση «7 μέρες μαζί», Κυριακή 28 Δεκεμβρίου. Μια έκπληξη περίμενε τους αναγνώστες της εφημερίδας. Κάτω από τον τίτλο «Το λάθος τηλεφώνημα ενός φονιά» διάβαζαν ένα κείμενο που ούτε η πιο νοσηρή φαντασία περίμενε ότι θα συναντούσε σε μια αριστερή εφημερίδα. Σας μεταφέρουμε μόνο μερικά χαρακτηριστικά αποσπάσματα:
«Λοιπόν, ναι, του την άναψα! Και δεν το μετανιώνω, μόνο που άλλον νόμιζα ότι βαρούσα, αν και καλά να πάθει το κωλόπαιδο, το πλουσιόπαιδο, που γύρευε να κάνει πλάκα με μας... Κι όλοι εσείς που ουρλιάζετε τώρα στα κανάλια και μυξοκλαίτε, δεν ξέρετε τίποτα ή ξέρετε και κάνετε τον παλαβό. (...)
Ξέρεις πόσες φορές πήγαν να με κάψουν σαν λαμπάδα αυτά τα κωλόπαιδα, οι φονιάδες με τις κουκούλες; Ξέρεις με τι τέχνη φτιάχνουν και πετάνε τις μολότοφ; Τρεις φορές μ΄ έχουνε κάψει και τη γλίτωσα με μέτρια εγκαύματα σε όλο το σώμα (...)
Ένα κομμάτι ψωμί έβγαζα κι εγώ, το παιδί της παραδουλεύτρας από το χωριό, με τον πατέρα χαμένο στο πιοτό, να γυρίζει στο σπίτι και να τσακίζει στα χαστούκια κι εμένα και τη μάνα μου (...)
Μήπως ξέρεις, φίλε, τι ρόλο παίζουν πολλοί από αυτούς; Δικοί μας είναι, τι δικοί μας δηλαδή, της Ασφάλειας (...) Για πες μου, εσύ που είσαι σπουδαγμένος, γιατί δε χτυπάνε κανένα στόχο της πλουτοκρατίας, κανένα με γιοτ, με αυτοκίνητα ακριβά και τεράστιες περιουσίες; Γιατί χτυπάνε το μεροκαματιάρη με το μαγαζάκι, τον περιπτερά και άλλους ανυπεράσπιστους; (...)
Λοιπόν, το φουκαρά το μικρό τον έφαγα. Είχα φτάσει στο αμήν, είχα μπουχτίσει. Με βρίζανε τα κωλόπαιδα, με είχαν βρίσει τουλάχιστο άλλες πενήντα φορές την ίδια μέρα, βρίζουνε τη μάνα μου (...) Ξέρεις πώς είναι να έχεις σιδερικό στη θήκη και να σε βλαστημάνε και να σου πετάνε μπουκάλια που μπορεί να είναι και μολότοφ; (...)
Δε θα σου πω τι καλοσύνες έχω κάνει στη ζωή μου (...) Τι πέτυχα; Τίποτα! Ένας μπάτσος έγινα, κι αυτό από σπόντα και χωρίς μόνιμη σύμβαση. Και να ‘ρχονται αυτά τα κωλόπαιδα, που δεν έχουν δουλέψει στη ζωή τους, δεν ξέρουν τι θα πει βάρδια και ξενύχτι, τι πάει να πει μεροκάματο, να σε βρίζουν και να σου πετάνε ό,τι βρουν στο δρόμο! (...)
Είχε φτάσει ένας κόμπος και μ’ είχε πνίξει, αν δεν τράβαγα πιστόλι εκείνη τη στιγμή θα είχα πεθάνει από ασφυξία (...) Με το που έφυγε η σφαίρα, μου φάνηκε πως πήρε μαζί της κι αυτόν το βραχνά (...)»
Το κείμενο, βέβαια, παρουσιάζεται με τη μορφή... λογοτεχνήματος. Υποτίθεται πως καταγράφει ένα ανώνυμο τηλεφώνημα προς την εφημερίδα – του δολοφόνου «μπάτσου» προφανώς. Ποιητική αδεία όλα επιτρέπονται, θα μπορούσε να πει κανείς...
Ωστόσο, το ενδιαφέρον και αξιοσημείωτο είναι ότι ο συντάκτης του κειμένου αυτού διατυπώνει σε λαϊκίζοντα λόγο τις αναλύσεις, που όλες αυτές τις μέρες πλημμύριζαν τις σελίδες του «Ριζοσπάστη», για να εξηγήσουν τα ανεξήγητα. Πώς, δηλαδή, ένα κόμμα που τιτλοφορείται κομμουνιστικό καταγγέλλει ως προβοκάτσια και ξενοκίνητο σχέδιο δυσφήμισης των λαϊκών αγώνων τον ξεσηκωμό των νέων με αφορμή τη δολοφονία ενός δεκαπεντάχρονου από αστυνομικό.
Να θυμίσουμε τις «θεωρίες» πως όλοι αυτοί που τα σπάνε είναι πλουσιόπαιδα που διασκεδάζουν την ανία τους ή εξεγείρονται γιατί βλέπουν να χάνουν, λόγω της κρίσης, τα προνόμιά τους; Ή μήπως την άλλη «θεωρία», που θέλει τους φοιτητές γόνους κατά κύριο λόγο των μεσαίων στρωμάτων και, συνεπώς, με συμφέροντα που δεν συμβαδίζουν με τα συμφέροντα της εργατικής τάξης; Ή τις άλλες ανοησίες πως για να εξεγερθεί ένας νέος δεν φτάνει να ανήκει στην υπό ένταξη κοινωνική κατηγορία, αλλά να έχει και... ένσημα του ΙΚΑ, αλλιώς είναι τουλάχιστον ταξικά ύποπτος.
Όλες αυτές οι... ταξικές αναλύσεις παρέλασαν δια μακρών από τις σελίδες του «Ρ». Όπως και οι άλλες βαθυστόχαστες, πως τάχα όλοι αυτοί που βγαίνουν στο δρόμο και συγκρούονται με την αστυνομία είναι χαφιέδες (κινούμενοι από κέντρα εκτός και εντός Ελλάδας) ή παρασυρμένοι από τους προβοκάτορες της Ασφάλειας.
Τώρα, τις συναντούμε στο σώμα της κοινωνιολογίζουσας και ψυχολογίζουσας «απολογίας» του δολοφόνου αστυνομικού, η οποία αναπτύσσεται στο φόντο της λαϊκίστικης κοινοτοπίας περί αστυνομικών –«παιδιών του λαού» (που σηκώνουν όμως το πιστόλι και πυροβολούν τον ίδιο).
Να, λοιπόν, ποιοι είναι οι βαθύτεροι λόγοι, που εξηγούν πώς ένα τέτοιο κατάπτυστο κείμενο, που θα μπορούσε να αποτελεί και υπερασπιστική γραμμή του δολοφόνου, μπόρεσε να συνταχθεί από έναν συνεργάτη, αλλά κυρίως να εγκριθεί από τα στελέχη του «Ρ». Το υπόστρωμα πάνω στο οποίο μπορούσε να βλαστήσει αυτό το είδος «λογοτεχνίας», ήταν έτοιμο από καιρό, έργο μιας ηγεσίας πολύ κατώτερης των περιστάσεων. Είναι το ίδιο υπόστρωμα που κάνει τη Λιάνα Κανέλλη να νιώθει σαν στο σπίτι της στον Περισσό. Ή επιτρέπει στην «Αυριανή» να προτείνει, προβοκατόρικα, να ανατεθεί η τήρηση της τάξης στο ΚΚΕ.

Χ. Γεωργούλας
Εποχή 4/1/2009

Η ΑΠΑΝΤΗΣΗ ΤΟΥ ΚΚΕ -ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗ ΣΤΗΝ ΑΚΟΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΕΠΟΧΗ ΓΙΑ ΤΟ "ΔΟΛΟΦΟΝΙΚΟ ΔΙΗΓΗΜΑ"
«Μπάτσοι γουρούνια δολοφόνοι» ή ανατροπή της εξουσίας των μονοπωλίων;

Οταν οι αστικές εφημερίδες και τηλεοπτικές εκπομπές δημοσιεύουν άρθρα ή παρουσιάζουν συνεντεύξεις των Κουφοντίνα, Γιωτόπουλου, Ξηρού και άλλων υποκειμένων που λερώνουν τη λέξη - έννοια επανάσταση («Ελευθεροτυπία», ΤΑ ΝΕΑ, ΤΟ ΘΕΜΑ, ΑΛΤΕΡ, κ.ά.) επικρατεί σιγή ιχθύος. Τώρα που ο «Ριζοσπάστης» δημοσίευσε ένα διήγημα (τη λογοτεχνική αξία του ας την κρίνει ο καθένας, για το θέμα που μας απασχολεί είναι αδιάφορη), τώρα λοιπόν ο οπορτουνισμός του ΣΥΝ/ΣΥΡΙΖΑ και της ΑΥΓΗΣ ξεσπάθωσε. Μαζί του φυσικά και η «Ελευθεροτυπία» (αν ήταν δυνατό να λείπει ο Μάρτης απ' τη Σαρακοστή), παρέα με σπουδαιοφανείς, αμφίβολης ικανότητας για επιστημονικές προσεγγίσεις σοβαρών θεμάτων. Και την ίδια ώρα από τα αστικά Μέσα αποσιωπώνται οι θέσεις του ΚΚΕ κατά των «ευρωτρομονόμων» και άλλων μέσων κρατικής καταστολής.

Ετσι, λοιπόν, δημοσιογράφος της εφημερίδας Η ΕΠΟΧΗ, καθόλου δεν ενοχλείται (μάλλον επαίρεται) που Η ΕΠΟΧΗ δημοσιεύει άρθρα κατά του «συστημικού ΚΚΕ» και υπέρ των κουκουλοφόρων που τα ...έβαλαν με την εξουσία (παράγινε της ...επανάστασης η ΑΚΟΑ - τι συμβαίνει;)!...

Ο «ιός» της Ελευθεροτυπίας επίσης «εξεγείρεται» ταυτίζοντας τα συνθήματα του ΚΚΕ με του ΛΑ.Ο.Σ. και γράφοντας για το διήγημα ότι «δε λέει τέτοια ούτε ο Κούγιας»! (Καιρό έχει η εφημερίδα του «ιού» να δημοσιεύσει συνέντευξη του Γιωτόπουλου - τι συμβαίνει;)

Ταυτόχρονα, η «Ελευθεροτυπία» φιλοξένησε ολοσέλιδο άρθρο καθηγητή, που παρουσιάζει τις θέσεις του ΚΚΕ για τα πρόσφατα γεγονότα όπως εκείνος θέλει, κάνοντας δηλαδή λαθροχειρίες, και για να καταλήξει ότι το διήγημα στον «Ριζοσπάστη» είναι «μελανή κηλίδα για το ΚΚΕ»!

Οσο για την ΑΥΓΗ, εμμένει στους πάντα αξιοθρήνητους πολιτικούς σχολιασμούς της, αλλά και αυτοπροβοκάρεται, δημοσιεύοντας το γνωστό πια ημερολόγιο με τον κουκουλοφόρο να εκσφενδονίζει τούβλο (;) κατά της ...εξουσίας!! (Πρόκειται προφανώς για το ...νέο επαναστατικό υποκείμενο...).

Τίποτα το αξιοπερίεργο, φυσικά. Στοιχεία του οπορτουνισμού και της αστικής ιδεολογίας είναι και η παραχάραξη και ο καιροσκοπισμός και η αντικομμουνιστική ρητορεία και η συγκάλυψη. Ενα σωρό ΑΕΙ χρησιμοποιούνται ως ορμητήρια από κουκουλοφόρους, δήθεν αντιεξουσιαστές, και ως εργαστήρια κατασκευής μολότοφ (προφανώς, λέμε εμείς, δεν απουσιάζει και η δράση διαφόρων πρακτόρων που αξιοποιούν - χρησιμοποιούν αφελή παιδάκια, προσφέροντας και πολύτιμες υπηρεσίες σε όσους θέλουν να καταργηθεί το άσυλο), όμως τα συγκεκριμένα έντυπα, που προαναφέρθηκαν, ουδέποτε θέλησαν να στηλιτεύσουν το γεγονός. Ποιούν την νήσσαν!... Ενώ τώρα, εξεμάνησαν... Και αναιδέστατα εμφανίζουν το ΚΚΕ ως υπερασπιστή του δολοφόνου αστυνομικού!! Νομίζουν ότι έχουν το ανάστημα να στηλιτεύουν αυτό το Κόμμα! (Χαλάει τα σχέδια πολλών, εξ ου και το μένος. Χάλασε σχεδιασμούς αυτό το Κόμμα και τώρα, στα γεγονότα που ακολούθησαν τη δολοφονία του 15χρονου μαθητή...).

Ταυτόχρονα σιωπούν σε τοποθετήσεις όπως αυτή του Μ. Χρυσοχοΐδη, ο οποίος έδωσε ιδεολογική κάλυψη στη «17Ν» και στον «Επαναστατικό Αγώνα», δηλώνοντας ότι εκφράζουν ακραία κοινωνική ριζοσπαστικοποίηση!...

Και ακολουθεί η επωδός: Το ΚΚΕ έχει μέτωπο με τη ΝΔ και το ΛΑ.Ο.Σ.! Τέτοια η κατάντια τους ελλείψει επιχειρημάτων και ικανότητας να αντιπαρατεθούν με τις ιδεολογικές - πολιτικές θέσεις του ΚΚΕ.

Οσον αφορά το διήγημα αυτό καθ' αυτό: Η χρησιμοποίησή του από τον ΣΥΝ/ΣΥΡΙΖΑ και τους συν αυτώ κατά του ΚΚΕ, επειδή έχει στόχο, γι' αυτό ακριβώς παραβλέπει ότι ο συγγραφέας του διηγήματος δεν κάνει τίποτα άλλο από την προσπάθεια να αναλύσει ένα συγκεκριμένο πρόσωπο, που βεβαίως το αποκαλεί φονιά. Ψυχογραφώντας την προσωπικότητα του δολοφόνου, δε σημαίνει ότι παίρνει το μέρος του και υιοθετεί ή δικαιολογεί το έγκλημα του «ήρωά» του. Αν η ψυχογράφηση γίνεται ολοκληρωμένα, με βαθιά διείσδυση στις προσωπικές πτυχές και αν δίνεται με αισθητικά άρτιο τρόπο, είναι ένα άλλο θέμα, στο οποίο μπορεί να υπάρχουν αυτές ή εκείνες οι τοποθετήσεις. Αλλο όμως αυτές και άλλο οι ανόητες ή οι εμπαθείς, που η τοποθέτησή τους γίνεται πατώντας γερά στο σύνθημα «μπάτσοι γουρούνια δολοφόνοι», αλλά και χαϊδεύοντας τα αυτιά των κουκουλοφόρων, όπως ο ΣΥΝ/ΣΥΡΙΖΑ και η «Ελευθεροτυπία».

Το σύνθημα «μπάτσοι - γουρούνια - δολοφόνοι» ταιριάζει στην ανώριμη πολιτική σκέψη, αλλά βολεύει και το σύστημα. Κι αυτά, ανεξάρτητα από το γεγονός ότι κάθε αστυνομικός γίνεται έξαλλος στο άκουσμά του, ανεξάρτητα και από το γεγονός ότι οι της αστικής εξουσίας θέλουν αυτό το σύνθημα να μην υπήρχε. Το προτιμούν, όμως, χίλιες φορές, ακόμα και το αξιοποιούν ως αντίβαρο στο σύνθημα που λέει ότι το αστικό κράτος πρέπει να τσακιστεί και στη θέση του να μπει το κράτος της εργατικής τάξης. Που σημαίνει ότι και τότε η Πολιτοφυλακή θα αναλάβει άλλον ταξικό ρόλο από τον σημερινό της Αστυνομίας.

Εδώ βρίσκεται η ουσία του ζητήματος. Αν έτσι δει κανείς το όλο θέμα, τότε αντιλαμβάνεται και ότι οι μηχανισμοί καταστολής δε συντρίβονται ούτε με τα τούβλα, ούτε με τις μολότοφ, ούτε με το να φάνε της χρονιάς τους κάποιοι αστυνομικοί. Συντρίβονται μόνο με την ανατροπή της αστικής εξουσίας, που προϋποθέτει τη ριζική αλλαγή του συσχετισμού των δυνάμεων υπέρ της εργατικής τάξης και των συμμάχων της.

Σε αυτό το δρόμο πρέπει να κατευθύνεται το εργατικό - λαϊκό κίνημα, μέσα από μικρές και μεγάλες ταξικές συγκρούσεις κατά της πλουτοκρατίας και των στηριγμάτων της, μέχρι να νικήσει. Σε αυτή τη βάση πρέπει να διαπαιδαγωγούνται η εργατική τάξη και τα λαϊκά στρώματα. Και μόνο προχωρώντας σε αυτή τη γραμμή θα μπορούν να αντιμετωπίζουν την πάσης φύσεως αστική καταστολή επί της ουσίας.

Ομως, αυτές οι αναλύσεις προκαλούν αλλεργία στον οπορτουνισμό, καθώς και στους προστάτες του, τύπου «Ελευθεροτυπίας», ΕΘΝΟΥΣ και άλλων. Αυτών, άλλα γυρεύει η περδικούλα τους.

Θέλουν να χαλιναγωγήσουν κάθε αυθόρμητη λαϊκή αντίδραση, να την εκτρέψουν σε ανώδυνους για το σύστημα δρόμους, για να μη γίνει συνειδητή. Το κίνημα «επιτρέπεται» να έχει τα πάντα, εκτός από το ΚΚΕ!...

Θέλουν ένα κίνημα που θα χωνεύεται στην επιδίωξη του μικροαστού να βελτιωθεί (ή να μη χειροτερέψει) η θέση του, στην επιδίωξη (και αυταπάτη του) να γίνει καλός ο καπιταλισμός.

Θέλουν ένα κίνημα που τελικά θα καταλήγει, είτε να σύρεται στο σοσιαλδημοκρατικό μαντρί, είτε, στην καλύτερη περίπτωση, να στέκεται «κριτικά» έξω από την πόρτα του.

Εδώ ακριβώς συμπίπτουν εξ αντικειμένου τα μικροαστικά ονειροπολήματα με τα σχέδια φανερών και μυστικών αστικών μηχανισμών καταστολής και προβοκάτσιας, που η δράση τους έρχεται να σπείρει φόβο σε λαϊκές δυνάμεις και να τις συντηρητικοποιήσει περισσότερο, ενώ άλλες, κυρίως νεολαιίστικες, που οι συσσωρευμένες εμπειρίες τους από την κοινωνική αδικία εκρήγνυνται, να τις εκτονώσει μέσα από την ...αναποτελεσματικότητα της πάλης.

Επομένως, ανάμεσα σε άλλα παιδαριώδη συνθήματα, γιατί δεν είναι συμβατό με τις αντιλαϊκές επιδιώξεις και το σύνθημα «μπάτσοι γουρούνια, δολοφόνοι»; Ο χαφιές, που κρύβεται πίσω από την κουκούλα, το φωνάζει εξίσου βροντερά με τον αγνό νεολαίο που του κόβουν τα φτερά, αλλά που δε γνωρίζει τον πραγματικό αίτιο. Ο χαφιές «ντύνεται» με την κουκούλα αγνός νεολαίος!...

Αυτά επιχειρούνται και μέσα από την προσπάθεια εγκλωβισμού των συνειδήσεων στο ψευτοδίλημμα: `Η είσαι με το σύνθημα «μπάτσοι γουρούνια δολοφόνοι» ή διαφορετικά είσαι με την κρατική καταστολή!... Εδώ ακριβώς ο οπορτουνισμός και τα αστικά Μέσα επιτίθενται στο ΚΚΕ που προσπαθεί να ανεβάσει την πολιτική συνείδηση, που αντιμετωπίζει το αυθόρμητο ως δυνάμει συνειδητό, υπό προϋποθέσεις, που δεν κολακεύει τη νεολαία, ούτε τη χρησιμοποιεί, όπως κάνουν εκείνοι.

Στο πρόσωπο των αστυνομικών που του επιτίθενται, των χαφιέδων που το παρακολουθούν, των υπηρεσιών που το προβοκάρουν, των μηχανισμών της εργοδοσίας, και άλλων, το λαϊκό κίνημα αντιμετωπίζει την αστική εξουσία με όλες τις μορφές πάλης που αυτό θα αποφασίζει κάθε φορά. Αλλά και περιφρουρώντας τις γραμμές του, επιλέγοντας εκείνο και όχι οι αντίπαλοί του το πώς και πότε θα συγκρουστεί μετωπικά ή όχι, όποτε βεβαίως μπορεί.

Το λαϊκό κίνημα, λοιπόν, αντιμετωπίζει τους κρατικούς μηχανισμούς, ανεξάρτητα αν τους συγκροτούν παιδιά από την εργατική τάξη και τα λαϊκά στρώματα (από πού τελικά θα στρατολογούνταν; Από την αστική τάξη;). Ανεξάρτητα από το γεγονός ότι η πλειοψηφία τους πηγαίνουν στα Σώματα για να βγάλουν το ψωμί τους. Είναι (τους μετατρέπουν) θύτες αλλά και θύματα. Ετσι οργανώνει η πλουτοκρατία την εξουσία της.

Και ενώ ως μηχανισμός βρίσκονται στην υπηρεσία της και έτσι διαπαιδαγωγούνται, με βάση το «εχθρός - λαός», ως επιμέρους άτομα - πρόσωπα μπορεί κάποιοι να βρεθούν στη μέγκενη κράτους - λαϊκού κινήματος. Μοιραία συνέπεια...

Είναι, λοιπόν, γραφικό το σύνθημα «να αφοπλιστεί η Αστυνομία», ενώ πέρα από ουτοπικό είναι και αποπροσανατολιστικό το «να διαλυθούν τα ΜΑΤ». Και να διαλύονταν, κάτι άλλο θα ερχόταν στη θέση τους, πέρα από αυτά που θα απέμεναν, όσο η εξουσία της πλουτοκρατίας παραμένει.

Και γίνονται ακόμα πιο καταγέλαστοι (οπορτουνισμός και αστικά έντυπα) όταν τάσσονται υπέρ της δημοκρατίας «μας», δηλαδή υπέρ της μήτρας που διαμορφώνει ακριβώς αυτούς τους μηχανισμούς προστασίας της, δηλαδή υπέρ της προστασίας της μορφής που το κεφάλαιο συγκροτεί, ασκεί και θωρακίζει την εξουσία του.

Του
Μάκη ΜΑΪΛΗ

Δεν υπάρχουν σχόλια: